Το μέλλον της
χώρας περνά από τη
γεωργία
0
Σταμάτης Σεκλιζιώτης
είναι Γεωπόνος
(ΑΠΘ) - Αρχιτέκτων Τοπίου (MPhil, PhD, Birmingham UK), πρώην Β
Ακόλουθος
Γεωργικών Υποθέσεων, Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων, Υπ. Γεωργίας
των ΗΠΑ
(USDA/FAS).
Σε
αντίθεση με τη ναυτιλία και τον τουρισμό, η ελληνική γεωργία δεν
είναι απλά
ένας ακόμη τομέας παροχής υπηρεσιών, αλλά ο δυναμικός και
διαρκώς ανανεώσιμος
παραγωγικός τομέας αγαθών. Η γεωργία είναι ο ανανεώσιμος φυσικός
πόρος με υψηλή
ανταποδοτικότητα σε «πυκνό» χρόνο. Από τη Μεταπολίτευση, και
ιδιαίτερα από την
αρχή της κρίσης, η τύχη του αγροδιατροφικού και
αγροπεριβαλλοντικού τομέα δεν
υπήρξε βασικό κομμάτι μιας σοβαρής οικονομικής και αναπτυξιακής
εθνικής
πολιτικής.
Σε
όλη τη διαδρομή από τη Μεταπολίτευση, και ιδιαίτερα από την αρχή
της κρίσης, η
τύχη του αγροδιατροφικού και αγροπεριβαλλοντικού τομέα δεν
αποτέλεσε βασικό
κομμάτι μιας σοβαρής «οικονομικής και αναπτυξιακής» πολιτικής
«αιχμής», που να
συμβάλλει στην πολυπόθητη ανάκαμψη μέσα από μια σύγχρονη
γεωργική πρακτική στη
χώρα, αποδεσμευμένη από νοοτροπίες κομματικής «τροχοπέδης»,
ευκαιριακής άσκησης
πολιτικών «πυροσβεστικού χαρακτήρα», επικοινωνιακούς θορύβους,
από επιδοτούμενα
και παλαιωμένα μοντέλα πρωτογενούς παραγωγής, μεταποίησης,
μάρκετινγκ (!) και
εμπορίας.
Η
εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) σε όλες της τις
εκδοχές για
περισσότερο από τριάντα χρόνια δεν έχει αναλυθεί επαρκώς με τη
διάσταση των
κοινωνικοοικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τη χώρα
μας. Οι
επιπτώσεις αυτές δεν περιορίζονται μόνο στον αγροτικό τομέα,
αλλά φαίνεται να
διαχέονται σε όλες τις δομές της εθνικής οικονομίας. Το
ακαθάριστο γεωργικό
προϊόν από 12% του ΑΕΠ το 1989 έπεσε στο 3,3% το 2010, με
συνέπεια τη μετατροπή
του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας από κλάδο αυτάρκειας σε
κλάδο ελλειμματικό
και εξαρτημένο.
Οι οικονομικοί δείκτες του γεωργικού
τομέα, σχεδόν
στο σύνολο τους, παραπέμπουν σε δραματική έλλειψη εθνικής
πολιτικής, σε έλλειψη
συνειδητοποίησης περί την αξία του κλάδου και το εθνικό όφελος,
σε αποτυχία
μέτρων, κακή διαχείριση κοινοτικών και εθνικών πόρων και σε
ασκήσεις
ερασιτεχνισμού. Οι ολίγες κατά καιρούς φωτεινές παρουσίες και
προσπάθειες στο
υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων δεν αντέχουν μπροστά
στη γενική -έτσι,
χωρίς πρόγραμμα...- προχειρότητα που βαραίνει τον τομέα.
Έπειτα
από τρεις δεκαετίες «αδιαπραγμάτευτης» προσήλωσης στις επιταγές
των ευρωπαϊκών
κοινοτικών πολιτικών για τη γεωργία, δεν καταφέραμε να
εκμεταλλευτούμε και να
διαχειριστούμε ορθολογικά τους κοινοτικούς πόρους ούτε να
καταστρώσουμε
μακρόπνοα σχέδια, ώστε παράλληλα να ασκηθεί και μια εθνική
αγροτική πολιτική,
όπως, π.χ., η εθνική εξωτερική πολιτική – στη βάση ότι οι δύο
αυτές πολιτικές
είναι πολιτικές εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας...
Ο
γεωργικός τομέας απαιτεί «εκ θεμελίων» διαρθρωτικές αλλαγές σε
νέα διοικητική
και χωροταξική βάση. Επείγει η ίδρυση σύγχρονου δικτύου
γεωργικών εφαρμογών και
έρευνας, εξαπλωμένου μέχρι τον κάθε δήμο και κοινότητα προς
στήριξη και
επιμόρφωση των παραγωγών, σ' ένα πλαίσιο «λειτουργικού
εκσυγχρονισμού», π.χ.
κατά το επιτυχημένο extension service των ΗΠΑ, σημερινό CRES
(Cooperative
Research and Extension Services). Τα καταστήματα φαρμάκων
και εφοδίων, οι
μεταπράτες έμποροι, οι τοπικοί πολιτευτές και οι εξαρτημένοι
κομματικά
συνεταιριστές και αγροτοσυνδικαλιστές δεν είναι οι κατάλληλοι
να ασκούν
αγροτικές εφαρμογές ούτε να μεταφέρουν «ορθή εθνική» γεωργική
πολιτική στις
αγροτικές κοινωνίες.
Επισημαίνεται
ότι για τον αγροτικό τομέα της χώρας μας δεν υπάρχει η αναγκαία
εκείνη
«πολιτική γης» με διαθέσιμες και συχνά ενημερωμένες τράπεζες
χρήσεων γης, με
άλλα λόγια ένα εφαρμόσιμο Αγροτικό Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο για
τη διατήρηση,
ανάπτυξη και εξέλιξη της γεωργίας κατά διοικητικό διαμέρισμα και
κατά τοποθεσία
ειδικού ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό με τους διαθέσιμους φυσικούς
πόρους
(έδαφος, νερά, ανάγλυφο, βιοκλιματικά χαρακτηριστικά, υποδομές).
Μια εθνική τράπεζα γεωργικής χρήσης
γης σε
συνδυασμό με τα μονίμως ελλιπή κτηματολόγια, δασολόγια,
αμπελολόγια, τις
χαρτογραφικές καλύψεις, τα σύγχρονα εργαλεία τηλεπισκόπησης
κ.λπ., στα χέρια
-και τις οθόνες- των «γεωπόνων εφαρμογών» στην ελληνική
περιφέρεια, συνθέτουν
το πλήρες εργαλείο εξυπηρέτησης των συμφερόντων του αγροτικού
πληθυσμού και της
αγροτικής οικονομίας.
Τα
αίτια συρρίκνωσης της αγροτικής οικονομίας
Τα
αίτια που οδήγησαν στη σημερινή γεωργική πραγματικότητα της
χώρας είναι
αναρίθμητα, με ισοκατανομή των ευθυνών ανάμεσα στις
εκάστοτε πολιτικές
ηγεσίες, των αγροτικών οργανώσεων και των ηγεσιών τους -κάθε
κομματικής προέλευσης-
και ενός αναχρονιστικού και διεφθαρμένου σε μεγάλο βαθμό
δικτύου
διακίνησης προϊόντων...
Η
από το 1981 κι έπειτα δημιουργία μιας γενναία επιδοτούμενης
αγροτικής τάξης,
καλλιεργώντας νοοτροπίες δημόσιου τομέα -κοινοτικός
προστατευτισμός που μεταγγιζόταν
στην αγροτιά ως κρατικοκομματική προστασία και φροντίδα...-, δεν
κατάφερε
να αναδείξει και να επιμορφώσει μια σύγχρονη αγροτική
επιχειρηματική τάξη,
αλλά, αντίθετα, προκάλεσε τη συρρίκνωση, την
απο-επιστημονικοποίηση
-χιλιάδες οι ανενεργοί και άνεργοι γεωπόνοι, με εγκληματική
υποβάθμιση της
αγροτικής έρευνας στη χώρα-, τη δημιουργία καταχρεωμένων
κρατικών επιχειρήσεων
προμηθειών, άχρηστων οργανισμών και δεκάδων φορέων -με καθεστώς
ΝΠΙΔ και...
καλοπληρωμένα Δ.Σ.- και μια στρεβλή ανάπτυξη και τραγική για τον
τόπο
γεωργοεπενδυτική υστέρηση συγκριτικά με άλλες γεωργικές χώρες
της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Τα
φαινόμενα
αυτά «κυριάρχησαν και ανατράφηκαν» σε κλίμα «απλόχερης
κοινοτικής στήριξης και
εγχώριου κρατισμού», χωρίς τον επαρκή έλεγχο από την πλευρά των
ελεγκτικών
μηχανισμών της EE, «εγκαταλείποντας» τεράστια κοινοτικά κονδύλια
στην «κάκιστη
εγχώρια διαχείριση».
Η
εγχώρια –κατά το δοκούν- εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής
γινόταν με
ντόπιες προτιμησιακές πολιτικές «χαϊδέματος» και ψηφοκυνηγητού.
Τα πάντα
σχετίζονταν με την εφαρμογή της ΚΑΠ, χωρίς κανένα ίχνος εθνικού
σχεδίου για τη
γεωργία.
Εκτός
από την κακοδιαχείριση των κοινοτικών
κονδυλίων, οι έκτακτες χρηματοδοτήσεις, κατά παράβαση των
κοινοτικών
κανονισμών, βαφτισμένες σε «αγροτικές αποζημιώσεις», οι
δανεισμοί με
εγγυήσεις του Δημοσίου χωρίς εμπράγματες διασφαλίσεις,
επιδοτήσεις επιτοκίων,
παρατάσεις επί παρατάσεων εξόφλησης παλαιών δανείων, καλύψεις
κεφαλαίων κίνησης
ζημιογόνων επιχειρήσεων και συνεταιρισμών, ενέσεις κάθε είδους
για διατήρηση στη
ζωή αντιπαραγωγικών, μη ανταγωνιστικών και καταχρεωμένων
γεωργικών
εκμεταλλεύσεων και ημι-κρατικών φορέων, η επιμονή στη διατήρηση
ενός
κρατικίστικου μοντέλου διοίκησης από άπειρους «διεκπεραιωτές»
και φίλιους
συνδικαλιστές -δυστυχώς οι μάνατζερ σπανίζουν στο δημόσιο
τομέα-, με απώθηση
και ενίοτε άρνηση κάθε καινοτόμου ιδέας και επιστημονικής
άποψης, ήταν η μόνη
εθνική αγροτική πολιτική που ασκήθηκε. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο
ιδιωτικός
τομέας παρακολουθούσε χωρίς να τολμά, να απαιτεί ή να δικαιούται
ίσης μεταχείρισης.
Οι
επί δεκαετίες επικρατούσες λανθασμένες αντιλήψεις, η άγνοια, η
εσωστρέφεια και
η προκλητική υποτίμηση της δυναμικής του αγροτικού τομέα της
χώρας και του
έμψυχου δυναμικού της από την πλευρά των υπευθύνων και όχι μόνο
και, γενικά, η
«εξάσκηση» αντί της άσκησης αγροτικής πολιτικής οδήγησαν το
αρνητικό εμπορικό
ισοζύγιο σε τρελό καλπασμό, μετατρέποντας την παραδοσιακή
αγροτική Ελλάδα σε
«αιμορραγικά» εισαγωγική χώρα τροφίμων, την κτηνοτροφία της σε
πλήρως
εξαρτημένη από εισαγόμενες ζωοτροφές, τη δε αγροτική της γη σε
πλήρη
εγκατάλειψη...
Η
χώρα εισάγει τεράστιες ποσότητες τυποποιημένων τροφίμων,
ζωοτροφών, σιτηρών,
οσπρίων, νωπών φρούτων, ξηρών καρπών, κατεψυγμένων λαχανικών,
κρεάτων,
γαλακτοκομικών, μαλακόστρακων και ψαριών, σπορέλαιων,
συστατικών παρασκευής
τροφίμων μικρού όγκου και υψηλής αξίας κ.λπ.
Με
την πιστή εφαρμογή των κοινοτικών αγροτικών πολιτικών, χωρίς
καμία «επιδίωξη»,
κατά περίπτωση, διμερών συμφωνιών για παραλλαγές ή παρεκκλίσεις
από την ΚΑΠ
-κατά το παράδειγμα, π.χ., της Ισπανίας-, τις μέσω Βρυξελλών
«υποχρεωτικές και
χωρίς καμία σοβαρή εθνική εξαγωγική πολιτική» δεσμεύσεις έναντι
του Παγκόσμιου
Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και την Κοινή Οργάνωση Αγοράς (ΚΟΑ)
των «απλόχερων»
επιδοτήσεων «εθισμού» των δεκαετιών '80 και '90, οι δομές της
ελληνικής
αγροτικής οικονομίας «μεταβάλλονταν συνεχώς και προσαρμοστικά»,
μεταμορφώνοντας
την ελληνική ύπαιθρο σε τοπίο επιδοτούμενων μονοκαλλιεργειών,
ένα ασυμβίβαστο,
δηλαδή, με τον ελληνικό χώρο και εξαρτώμενο από επιδοτήσεις
μοντέλο, το οποίο
διαχρονικά περιθωριοποίησε και εκμηδένισε παραδοσιακές
καλλιέργειες, γεωργικές
πρακτικές και προϊόντα, φυσικά πεδινά δάση και βιοτόπους, με
αποτέλεσμα να
διαταραχθεί η αγροδιατροφική αυτάρκεια της χώρας προς όφελος των
εισαγωγών από
την EE και τις τρίτες χώρες και να μεταλλαχθεί η ελληνική
ύπαιθρος οικονομικά,
κοινωνικά και περιβαλλοντικά.
Από
το 1981 μέχρι και σήμερα καταγράφονται 4,5 εκατομμύρια
ακαλλιέργητης αγροτικής
γης, χρήσεις γης μονοκαλλιεργειών μικρού βιολογικού κύκλου (με
ελάχιστο
αποτύπωμα C02), περιορισμένη ποικιλότητα παραγωγής αγαθών,
ανεπάρκεια ειδών
διατροφής πρώτης ανάγκης με υψηλές τιμές καταναλωτή, έλλειψη
αγροτικής έρευνας,
απουσία αγροτικής επιχειρηματικότητας και αφόρητη εισοδηματική
συμπίεση της
αγροτικής οικογένειας, η οποία έχει αφεθεί στην τύχη της χωρίς
να της
προσφέρεται καμία σοβαρή εναλλακτική.
Παράλληλα, αναπτύχθηκαν σε όλη την
ελληνική
επικράτεια γεωργικά συστήματα και πρακτικές που άσκησαν
μεγάλες πιέσεις στο
φυσικό περιβάλλον της χώρας - χλωρίδα, πανίδα, έδαφος,
επιφανειακά και υπόγεια
νερά, κλίμα.
Αξίζει
να αναφερθούν οι πολιτικές ανοίγματος αγορών και συνόρων στην
ελεύθερη
διακίνηση αγροτικών προϊόντων, που οδήγησαν στη μείωση έως και
την εξαφάνιση
δασμών.
Οι
προτιμησιακές συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χωρών-μελών
της με τρίτες
χώρες και πρώην αποικίες τους, η ενδοτική της στάση, οι
χειρισμοί και οι
υποχωρήσεις σε εμπορικές πιέσεις και απειλές για «εμπορικά
αντίποινα»
-περιπτώσεις των ορμονών, της μπανάνας, του βαμβακιού, των
πουλερικών, του
ρυζιού, των μεταλλαγμένων, των κλωνοποιημένων κ.λπ. - άνοιξαν το
δρόμο στις
εισαγωγές από τρίτες χώρες με ανταγωνιστικότερες τιμές.
Αυτές
οι πολιτικές είναι μερικές απ' αυτές που συνέβαλαν στη
συρρίκνωση του γεωργικού
τομέα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τη μεταφορά φυτοασθενειών και
ζωονόσων και
την παγκοσμιοποίηση δια-τροφικών κινδύνων, μέχρι και την πλήρη
εξαφάνιση
παραδοσιακών κλάδων παραγωγής - π.χ., για την Ελλάδα τα όσπρια,
οι ξηροί
καρποί, το σουσάμι, το δαμάσκηνο ντόπιων ποικιλιών κάθε είδους
κ.λπ.
Η
σταφίδα σουλτανίνα Κρήτης σχεδόν εκτοπίστηκε από τις ξένες
αγορές, όταν η
τουρκική σουλτανίνα των «χαμένων πατρίδων της Ιωνίας» κατέκτησε
τις αγορές της
EE, η βιομηχανική ντομάτα της Κίνας απειλεί να κλείσει την
ευρωπαϊκή και την
ελληνική βιομηχανία τοματοπολτού, τα κοτόπουλα και οι
συμπυκνωμένοι χυμοί
Βραζιλίας κατέκλυσαν τη Ρωσία και την Ευρώπη, η 100%
μεταλλαγμένη σόγια της
αμερικανικής ηπείρου κατακλύζει την Ευρώπη, η άλλοτε αυτάρκης
Ελλάδα εισάγει
λεμόνια, σκόρδα, όσπρια, ξηρούς καρπούς από την Τουρκία, τα
πολλάκις ενοχοποιημένα
για αφλατοξίνες φιστίκια «Αράπικο» και «Αιγίνης» από Κίνα, Ιράν,
Τουρκία και
Καλιφόρνια, ενώ τα καρύδια Καυκάσου και Μολδαβίας μονοπωλούν
στις ευρωπαϊκές
αγορές κ.λπ.
Οι πολιτικές αυτές και οι αρνητικές
τους συνέπειες
στο εμπορικό ισοζύγιο συνδέονται πρωτογενώς και δευτερογενώς με
την ογκούμενη
απραξία στο χώρο της ελληνικής γεωργίας, της μεταποίησης και των
υπηρεσιών
εμπορίας τροφίμων, δυστυχώς απόρροια της φθίνουσας
δραστηριότητας στον κλάδο,
με επικράτηση των εισαγωγών «κατά κράτος»...
Οι
εισαγωγές δεν μηδενίζονται σε μια ελεύθερη και ανοιχτή αγορά
ούτε αυτός πρέπει
να είναι ο σκοπός.
Αντίθετα,
επιβάλλονται οι εισαγωγές προϊόντων σε ανεπάρκεια. Δεν
δικαιολογείται να
εισάγονται προϊόντα αμφιβόλου ποιότητας με μόνο κριτήριο την
τιμή, τα οποία θα
μπορούσαν να παραχθούν σε ελληνικό έδαφος, να ανακτήσουν την
ετικέτα που τους
ανήκει με «όνομα και τοποθεσία», κάνοντας χρήση του ντόπιου
γενετικού υλικού
και των «υπό εξαφάνιση» ποικιλιών μεγάλης θρεπτικής και
εμπορικής αξίας.
Τα
εισαγόμενα τρόφιμα στην Ελλάδα έχουν υποκαταστήσει τα εγχώρια
σε μεγάλο
ποσοστό, ενώ η μείωση του αγροτικού πληθυσμού και η
εγκατάλειψη της γης
εντείνουν το πρόβλημα.
Το
αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο μπορεί να περιοριστεί όσο καλύτερα θα
προσεγγίζεται
η αυτάρκεια και μόνο μέσα από ένα εθνικό σχέδιο για τη γεωργία
και την
κτηνοτροφία, επαναφέροντας και αποκαθιστώντας την παραγωγή
«παραδοσιακών αγαθών
πρώτης ανάγκης» με επιθετικό μάρκετινγκ και οργανωμένη εξαγωγική
προοπτική σε
δεύτερη φάση.
Ένα
εθνικό σχέδιο αγροτικής πολιτικής θα μπορέσει μεσοπρόθεσμα και
μακροπρόθεσμα,
αναλόγως του περιεχομένου του -κοινωνικά φιλελεύθερο χωρίς να
«ερωτοτροπεί» με
τον κρατισμό-, να μεταμορφώσει την ελληνική γεωργία, που με τη
σειρά της θα
συντελέσει στο κλείσιμο της ψαλίδας του αρνητικού εμπορικού
ισοζυγίου των
περίπου 3,5 δις ευρώ, περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου όγκου
εισροών στη
γεωργία, και να δημιουργήσει προϋποθέσεις για νέες θέσεις
εργασίας, επίλυση του
επισιτιστικού προβλήματος, αναβάθμιση της ποιότητας ζωής
αποκατάσταση και
ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού στην ελληνική ύπαιθρο.
Το
οποιοδήποτε εγχείρημα επαναπροσανατολισμού της ελληνικής
αγροτικής πολιτικής
πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και
παγκοσμίως, ο
γεωργικός τομέας γίνεται όλο και περισσότερος ανταγωνιστικός, με
μείωση της
απασχόλησης στη γεωργία αλλά ολοένα και ταχύτερη αύξηση της
ζήτησης διατροφικών
αγαθών, ενώ γίνεται όλο και περισσότερο εξαρτημένος από τις
διεθνείς
διακυμάνσεις των τιμών των γεωργικών προϊόντων, τα ακραία και τα
απρόβλεπτα
επεισόδια λόγω της κλιματικής αλλαγής που επηρεάζουν τις
διεθνείς τιμές
προσφοράς.
Σε
περιόδους παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, αργά ή γρήγορα,
αναδύεται σκληρά η
«επισιτιστική» μορφή της κρίσης, η οποία γίνεται απεχθέστερη σε
περιβάλλον διατροφικής
εξάρτησης από εισαγωγές και ανεξέλεγκτες συνθήκες ασυδοσίας στη
διακίνηση
βασικών αγαθών.
Οι
ανελαστικές, υψηλές για τη χώρα τιμές καταναλωτή είναι το
αποτέλεσμα μειωμένης
διαπραγματευτικής δύναμης των αβοήθητων αγροτών και των
εκπροσώπων τους, των
απαράδεκτων ενδιάμεσων επιβαρύνσεων «από το χωράφι στο ράφι» και
της
οργανωμένης κερδοσκοπίας.
Τα
φαινόμενα αυτά, μαζί με τα διαρθρωτικά προβλήματα εμπορίας,
συντηρούν μια
πρωτοφανή αναλογία 1 προς 6 περίπου μεταξύ τιμών παραγωγού και
τιμών καταναλωτή
στη χώρα μας, όταν στην Ευρώπη η αναλογία δεν ξεπερνά το 1 προς
3. Αυτό
αποτελεί την πλέον «μακρόβια» -και άθικτη- απάτη, ο οποία ωθεί
παραγωγούς και
καταναλωτές στην ανέχεια και τη συνεχή συρρίκνωση των
εισοδημάτων τους.
Οι
διακηρύξεις για τη δημιουργία δημοπρατηρίων έμειναν διακηρύξεις
και
προ-γραμματίστηκαν με διοικητικά κριτήρια «επιπέδου
Περιφέρειας». Επιβάλλεται η
δημιουργία -χωρίς άλλη καθυστέρηση- δημοπρατηρίων, αλλά με
πληθυσμιακά
κριτήρια, σε συνδυασμό με τον τρόπο που κατανέμονται και
σχεδιάζονται
χωροταξικά η πρωτογενής παραγωγή και η διάθεση των προϊόντων. Τα
παραδείγματα
από την EE προσφέρονται αναρίθμητα.
Οι
λιανικές τιμές των τροφίμων συνεχίζουν να τινάζουν στον αέρα τον
οικογενειακό
προϋπολογισμό, με τα νόμιμα περιθώρια κέρδους «μόνο σε χαρτιά».
Το
θέμα είναι κοινωνικά απαράδεκτο και καθαρά πολιτικό, απαιτούνται
άμεσα μέτρα
και δεν μπορεί να επιλυθεί αποσπασματικά με ευχολόγια, παράλυτες
και
επικαλυπτόμενες υπηρεσίες ελέγχου, διάττοντα κινήματα της
πατάτας, τον
«καθοδηγούμενο» ή όχι εθελοντισμό και την ανυπαρξία εθνικού
αγροδιατροφικού
σχεδίου υπέρ του καταναλωτή.
Σαφώς
επιβάλλεται η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη των πολιτών να
προβάλλονται, να
ενισχύονται και να επιβραβεύονται, αλλά όταν μερικά πράγματα
παίρνουν
«εκρηκτικές» κοινωνικές διαστάσεις δεν μπορούν να επιλύονται
με το κράτος σε
ρόλο παρατηρητή.
Συμπερασματικά...
Η Ελλάδα καλείται να ανακτήσει και
να αναστήσει την
παραγωγή προϊόντων που απώλεσε στα χρόνια «αδιαπραγμάτευτης»
προσαρμογής στις
Κοινοτικές Αγροτικές Πολιτικές, κοινώς να παράγει όλο και
περισσότερο από το
έλλειμμά της.
Η
ΚΑΠ από το 2013 της Ευρώπης των «28» αναδιανέμει λιγότερους
πόρους και
περιορίζει ακόμη περισσότερο τις ενισχύσεις στον πρωτογενή
τομέα, ενώ
διαφαίνονται νέοι συμβιβασμοί στο διεθνές επίπεδο, εκθέτοντας
ευρωπαϊκές
γεωργικές χώρες σε πρόσθετους κινδύνους «αγροδιατροφικής»
εξάρτησης από
εισαγωγές. Η πρόκληση μεγάλη και τεράστια η ανάγκη για μια
εθνική αγροτική
αφύπνιση «διατροφικής» απεξάρτησης και παραγωγικών επενδύσεων
στο μέτρο της
πλούσιας δυναμικής του τόπου.
Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της
ελληνικής
αγροτικής παραγωγής δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι η
ποσότητα, αλλά η
ποιότητα, οι βιολογικές της καλλιέργειες και η ποικιλότητα
παραγωγής της
ελληνικής γης με προϊόντα εδώδιμα, βιομηχανικά και ενεργειακές
καλλιέργειες. Η
πιστοποίηση μεγαλύτερου δυνατού φάσματος προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ
είναι σήμερα
περισσότερο από εφικτή, κρίνοντας από το βιοκλιματικό δυναμικό
της χώρας, την
πλούσια γεωργική βιοποικιλότητα, τη διαιτολογική «θεραπευτική»
αξία και τη συγκριτικά
διαφορετική ωφελιμότητα της ελληνικής διατροφής.
Ο
συνδυασμός υγιεινής διατροφής, αγροτουρισμού, των δρόμων του
κρασιού, της
πλουσιότερης χλωρίδας της Ευρώπης, μαζί με το μοναδικό στον
κόσμο συμπύκνωμα
αυθεντικών μικροτοπίων και μακροτοπίων, πολιτισμικών θησαυρών
και μικροθησαυρών
κατά τοποθεσία, προσφέρονται για «άμεση δράση» και με τις
καλύτερες επενδυτικές
προοπτικές στο πλαίσιο μιας επιλεκτικά συμβολαιακής γεωργίας και
πολιτικής
χρήσεων γης.
Απαιτείται
επιθετική προβολή και σύγχρονο μάρκετινγκ των αγροδιατροφικών
και
αγροτουριστικών πλεονεκτημάτων της χώρας, όταν οι άλλοι τομείς
της οικονομίας
δεν εμφανίζουν ή θα αργήσουν να εμφανίσουν παρόμοιες προοπτικές.
Ο θεσμός των
γεωργικών ακολούθων σε πρωτεύουσες μεγάλων αγορών επιβάλλεται να
επανεξεταστεί.
Η εξαγωγική πολιτική, η ανάπτυξη αγορών, η διαφήμιση και το
μάρκετινγκ
ασκούνται σήμερα περισσότερο από ιδιώτες και σχεδόν καθόλου ή
αναποτελεσματικά
από το δημόσιο τομέα. Ο τελευταίος επιδεικνύει αδράνεια στην
παρακολούθηση των
αγορών, ίσως και άγνοια για τις σύγχρονες μεθόδους προβολής και
προώθησης τύπου
«generic promotion». Οι Έλληνες εξαγωγείς γεωργικών προϊόντων,
κατά πλειοψηφία,
απευθύνονται στις ξένες πρεσβείες για να ενημερωθούν για τις
αγορές και τις
εκεί ισχύουσες εμπορικές νομοθεσίες. Για πολλά χρόνια, η
γεωργική εξαγωγική
δραστηριότητα είναι αφημένη στη δεινότητα και την ατομική
πρωτοβουλία των
Ελλήνων επιχειρηματιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου